- βασιβουζούκος
- Άτακτος Τούρκος στρατιώτης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19o αι. και προέρχεται από τη σύνθεση δύο τούρκικων λέξεων: μπας (κεφάλι) και μποζούκ (χαλασμένος). Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και να τρομοκρατήσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Διέπραξαν τότε ανήκουστα εγκλήματα και αγριότητες, που προκάλεσαν βαθιά συγκίνηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ο αρχηγός του Φιλελεύθερου Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας Γουίλιαμ Γλάδστον, κατήγγειλε με πάθος της θηριωδίες αυτές και έγραψε ένα σχετικό κείμενο, το οποίο προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στους Ευρωπαίους. Από τότε, η λέξη β. κατάντησε συνώνυμη των λέξεων κακούργος και τρομοκράτης.
* * *οάτακτος οπλίτης του τουρκικού στρατού.
Dictionary of Greek. 2013.